- πολύβυρσος
- -ον, Ααυτός που αποτελείται από πολλά δέρματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βύρσος (< βύρσα «δέρμα ζώου»), πρβλ. λεπτό-βυρσος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύβυρσον — πολύβυρσος of many hides masc/fem acc sg πολύβυρσος of many hides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek